- καγκελάριος
- chancelier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… … Dictionary of Greek
καγκελάριος — ο (λ. λατ.), τίτλος του υπουργού Eξωτερικών ή του πρωθυπουργού χωρών της Ευρώπης: Προ ημερών ήρθε στην Αθήνα ο καγκελάριος της Γερμανίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καγκελάριος, Αλέξανδρος — (18ος αι.). Λόγιος και γιατρός από την Αθήνα. Ασχολήθηκε με τη διόρθωση και τη φιλολογική επιμέλεια λειτουργικών κειμένων στη Βενετία. Επίσης, μετέφρασε από τα ιταλικά τον Βίο Πέτρου του Μεγάλου (1737) και από τα γαλλικά την Παλαιά ιστορία του… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βίσμαρκ, Ότο φον- — (Otto von Bismarck Schönhausen,Σενχάουζεν 1815 – Φρίντριχσρου 1898).Γερμανός πολιτικός. Απόγονος των Πρώσων Γιούνκερ,βουλευτής στη συντακτική συνέλευση του 1848, πολέμησε τους φιλελεύθερους αντιπαραθέτοντας στα προγράμματά τους το πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
Κολ, Χέλμουτ — (Helmut Kohl, Λούντβιχσαφεν 1930 –). Γερμανός πολιτικός. Σπούδασε ιστορία και υπήρξε μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας από το 1947. Αρχικά εξελέγη καγκελάριος της πόλης Λούντβιχσαφεν, αργότερα μέλος του κοινοβουλίου του… … Dictionary of Greek
εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… … Dictionary of Greek
καγκελ(λ)άρης — ο (Μ καγκελ[λ]άρης) καγκελάριος· [ΕΤΥΜΟΛ. < καγκελάριος (πρβλ. Αντώνιος > Αντώνης)] … Dictionary of Greek
λόρδος — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… … Dictionary of Greek